- Λαφριαίος
- Λαφριαῑος, ὁ (Α)ονομασία τού τέταρτου μήνα τού αρχαίου αιτωλικού μηνολογίου, ο οποίος αντιστοιχεί στους σημερινούς Δεκέμβριο-Ιανουάριο και ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία τού Απόλλωνος Λαφρίου και τής Αρτέμιδος Λαφρίας, αλλ. Δῑος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Λαφρία ή Λάφριος].
Dictionary of Greek. 2013.